ἀγλαιζόμενον

ἀγλαιζόμενον
ἀγλαίζω
splendour
pres part mp masc acc sg
ἀγλαίζω
splendour
pres part mp neut nom/voc/acc sg
ἀγλαϊζόμενον , ἀγλαίζω
splendour
pres part mp masc acc sg
ἀγλαϊζόμενον , ἀγλαίζω
splendour
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”